- εὐθήρατος
- εὐθήρ-ᾱτος, ον,A easy to catch or win,
Διὸς ἵμερος οὐκ εὐ. ἐτύχθη A. Supp.87
; ἔτ' εὐ. AP12.105 (Asclep.), cf. Corn.ND28;στέφανος Plb. 31.25.3
;εὐ. ὑπὸ τῶν τοιούτων Arist.EN1110b14
:—[dialect] Ion.[full] εὐθήρητος, v.l. [suff] εὐθήρ-ευτος, Opp.H.5.426.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.